Το ροζ μπαλόνι…

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από την δική μας υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Σε

αυτό το δάσος υπήρχαν δυο μικρά σπίτια, ξύλινα και φτωχικά. Στα δυο αυτά σπίτια ζούσαν οι γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, βλέπετε  καιροί δύσκολοι κι οι γονείς έπρεπε να φύγουν να πάνε κάπου αλλού να βρουν δουλειά. Κάθε Κυριακή οι γιαγιάδες έντυναν με τα καλύτερά τους ρούχα τα δυο μικρά παιδάκια και τα πήγαιναν στο λούνα παρκ, να παίξουν με τα αυτοκινητάκια, να φάνε μαλλί της γριάς και να πάρουν από ένα μεγάλο μπαλόνι. Ένα ροζ για το κορίτσι κι ένα γαλάζιο για το αγόρι. Και τα χρόνια πέρασαν και τα δυο παιδιά μεγάλωσαν, αλλά την συνήθεια να πηγαίνουν στο λούνα παρκ δεν την σταμάτησαν. Μια όμορφη Κυριακή είπε το κορίτσι στο αγόρι ο,τι τον είδε στο όνειρό της, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό. Δεν είχε δει ποτέ όνειρο στην ζωή του. Στεναχωρήθηκε αρκετά και μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο, μήπως και καταφέρει να βρει λύση στο πρόβλημά του. Το κορίτσι ήθελε να πάει μαζί του, αλλά αυτός δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Δικό του ήταν το πρόβλημα, αυτός έπρεπε να βρει την λύση. Ξεκίνησε λοιπόν την περιπλάνηση του. Πέρασε ποτάμια, βουνά, πόλεις και δάση και κάποτε έφτασε σε ένα μικρό χωριό. Όλοι του είπαν να πάει στον γέροντα του χωριού, που ήταν τόσο μεγάλος σε ηλικία που κι ο ίδιος είχε ξεχάσει πότε γεννήθηκε. Πήγε λοιπόν και του είπε το πρόβλημά του. Ο γέροντας όμως δεν τον ρώτησε περισσότερα γι’αυτό παρά τον ρώτησε ιστορίες από το χωριό του. Πως ήταν η γιαγιά του, πώς ήταν η φίλη του και πως ήταν κι η άλλη γιαγιά. Το παλικάρι του διηγήθηκε την ιστορία του. Μιλούσε πολλές ώρες ακατάπαυστα μέχρι που βράδιασε και στο τέλος ένιωσε τόσο κουρασμένος που ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε να πάει να κοιμηθεί. Καθώς πλάγιασε κι έκλεισε τα μάτια του είδε ένα μεγάλο ροζ μπαλόνι να πετάει στον ουρανό και ξύπνησε μέσα στον ύπνο του. Ξύπνησε χαρούμενος γιατί είχε δει το πρώτο του όνειρο και τότε κατάλαβε πως τα όνειρα είναι η νοσταλγία, τα όνειρα είναι για να μας αγρυπνούν. Τώρα εάν είδε κι άλλα όνειρα το αγόρι της ιστορίας μας δεν ξέρω γιατί το ποντικάκι που μου έλεγε την ιστορία σταμάτησε στην μέση κι άρχισε να τρέχει. Είχε δει από μακριά μια γάτα να έρχεται ορεξάτη και φοβήθηκε. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω…

Συλλογίζομαι κι αυτό..

Χθες γεννήθηκε το μωρό,
τρία πεντακόσια ήταν παχουλό,
την χαρά μου δεν βαστώ
και σε όλους θα το πω…

Τρέχω αμέσως στο σχολειό.
‘Παιδιά ελάτε εδώ….η θεία μου γέννησε μωρό.»
Ήταν βέβαια λιγάκι παχουλοκομψό.

Έκανα ξαδέρφη πιο μικρή,
όμορφη και ζωηρή.
Συλλογίζομαι κι αυτό,
εγώ εννιά κι αυτή μωρό!

Υ.Γ γιατί τα παιδικά ποιηματάκια από εννιάχρονα παιδάκια δείχνουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την αγάπη τους για κάτι τόσο δα μικρό ή και μεγάλο…. ποιος ξέρει;

Όταν γυρίζουν τα ρολόγια πίσω…

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα. Οι άνθρωποι φορούσαν τα ίδια ρούχα όπως κι εμείς, έτρωγαν όπως κι εμείς και έκαναν όλες τις δουλειές τους όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος. Είχαν όμως μια ιδιαιτερότητα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τα ρολόγια τους και να διορθώσουν οτιδήποτε λάθος είχαν κάνει. Ήταν ευτυχισμένοι γιατί διόρθωναν τα λάθη τους και δεν σκεφτόντουσαν πολύ τι απόφαση θα πάρουν, γιατί πολύ απλά θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στο παρελθόν και να την αλλάξουν.  Μια μέρα, λοιπόν σε αυτό το παράξενο βασίλειο ήρθε ένας γίγαντας. Ήταν ψηλός όσο ένα ψηλό έλατο, και το σακάκι που φορούσε μπορούσε άνετα να χωρέσει 40 ανθρώπους. Όπως καταλαβαίνεται εξαιτίας του μεγέθους του έκανε πολλές ζημιές. Στην αρχή γκρέμισε ένα στάβλο καθώς περνούσε κι όταν κουράστηκε και πήγε να ξαποστάσει στο μεγάλο ρολόι της πλατείας του χωριού το γκρέμισε κι αυτό. Αυτός στεναχωρήθηκε πολύ μα οι κάτοικοι του είπαν ότι θα μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω κι όλα θα ήταν όπως πριν. Ο γίγαντας μας προσπαθούσε αρκετές μέρες να γυρίσει τον χρόνο πίσω, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τελικά κατάλαβε ότι επειδή δεν ήταν από εκείνο το βασίλειο δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Έτσι έμαθε σιγά σιγά από ποιον δρόμο θα πήγαινε για να μην γκρεμίσει τα σπίτια ή που θα ακουμπούσε για να  ξεκουραστεί χωρίς να χρειαστεί να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δάσος ή να γκρεμίσει ολόκληρο το χωριό. Ο γίγαντας μας μάθαινε από τα λάθη του. Αυτό άρχισε να παραξενεύει τους κατοίκους του βασιλείου. Μα πως ήταν δυνατόν να είναι ευτυχισμένος από την στιγμή που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω  στον χρόνο και να μην διορθώσει τα λάθη του; Και τότε κατάλαβαν. Κατάλαβαν πως  αυτοί πήγαιναν πίσω στον χρόνο αλλά δεν τους ένοιαζε να μάθουν από τα λάθη που έκαναν. Για παράδειγμα ο ράφτης του χωριού ποτέ δεν θυμόταν πως να ράψει από την αρχή ένα παντελόνι γιατί δεν έδινε σημασία στο λάθος που έκανε, έτσι κανένας δεν μάθαινε από τα λάθη του και συνέχιζαν να τα κάνουν ξανά και ξανά. Όταν όμως είδαν ότι τελικά δεν ήταν και τόσο κακό να κάνεις λάθη και να μαθαίνεις μέσα από αυτά σταμάτησαν να γυρίζουν πίσω το χρόνο κι έμαθαν να ζουν και να μαθαίνουν μέσα από τα λάθη τους και στο τέλος να είναι κι ευτυχισμένοι κάνοντας τα αυτά. Τώρα εάν οι κάτοικοι του βασιλείου μου είπαν ψέματα…ψέματα κι εγώ σας λέω…

Ο Ιάσονας, το μικρό ξωτικό….

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια λίμνη, πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε ένα μικρό ξωτικό.

Ήταν κοντούλης, ξανθούλης με μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Ιάσονα. Ο  Ιάσονας λοιπόν ζούσε μόνος του με συντροφιά του ένα λουλούδι κι ένα κουνέλι. Ούτε το λουλούδι, ούτε το κουνέλι ήξερε από πότε τα είχε συντροφιά του. Ήταν σαν να γεννήθηκε και να τα είχε πάντα δίπλα του. Γενικότερα ήταν χαρούμενο ξωτικό. Φρόντιζε το λουλούδι του και με έναν περίεργο τρόπο το λουλούδι του φρόντιζε κι αυτόν. Κάποια στιγμή το κουνέλι που είχε δίπλα του τον άφησε. Του είπε πως έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο και να δουν τα μάτια του κάποια πράγματα, αλλά θα του έστελνε κάρτες από όπου κι αν ήταν. Έτσι έμεινε το μικρό μας ξωτικό με το λουλούδι του κι ο καιρός περνούσε ήρεμα κι όμορφα. Μια μέρα το ξωτικό μας βγήκε να πάει στην λίμνη για ψάρεμα. Έλειπε αρκετές ώρες. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν να δει εάν το λουλούδι του ήταν καλά…και τότε το είδε με τα πέταλα ριγμένα στο πάτωμα και τα φύλλα του μαραμένα. Το λουλούδι του είχε πεθάνει. Αυτό που ένιωσε μέσα του καλά μου παιδιά δεν μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο κι εύχομαι ούτε εσείς να νιώσετε. Συνέχισε να μένει σπίτι του, αλλά του φαινόταν άδειο. Δεν είχε πια νόημα να μένει εκεί μέσα. Ζήλευε αρκετά το κουνέλι του που έκανε το γύρω του κόσμου και έβλεπε πολλά πράγματα, διαφορετικά και μη. Μια μέρα όμως του ήρθε μια κάρτα πολύ περίεργη. Το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Κάτι είχε πάθει. Ο Ιάσονας ανησύχησε και πόνεσε πολύ για δεύτερη φορά. Φοβήθηκε μην χάσει και το κουνέλι του κι έτσι πήρε την απόφαση και πήγε να το βρει. Όντως το κουνέλι του δεν ήταν καλά. Αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό. Είχε ακούσει ότι στην χώρα των πολλών βροχών με τα γκρίζα σύννεφα, εκεί που οι άνθρωποι φοράνε πάντα αδιάβροχα και κρατάνε ομπρέλες υπάρχει ένα μυστικό φάρμακο που τους γιατρεύει όλους. Έτσι και το μικρό μας ξωτικό πήρε το κουνέλι του αγκαλιά και κίνησε για την χώρα των βροχών. Έψαξε παντού για το φάρμακο, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Δεν απογοητεύτηκε, αλλά συνέχισε να ψάχνει και να ψάχνει για δεύτερη και τρίτη φορά με το κουνέλι του πάντα στην αγκαλιά του, μέχρι που η βροχή στην χώρα των βροχών σταμάτησε για λίγο και παρουσιάστηκε ένα τεράστιο και χρωματιστό ουράνιο τόξο. Ο Ιάσονας θαμπώθηκε, έτρεξε κι ανέβηκε επάνω μέχρι που έφτασε στην άλλη πλευρά κι εκεί ως δια μαγείας το κουνέλι του έγινε καλά κι από τότε δεν άφησε τον Ιάσονα πότε μόνο του. Γύρισαν κι έβλεπαν μαζί όλον τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως αυτή η ιστορία έφτασε στα αυτιά μου…δυο μικρά μυρμήγκια που μάζευαν σπόρους ένα μεσημέρι μου την είπαν γιατί τα βοήθησα να βάλουν ένα μεγάλο σπόρο καλαμποκιού μέσα στην φωλιά τους…τώρα εάν μου είπαν ψέματα…ψέματα κι εγώ σας λέω…

Η γελωτοποιός, ο πρίγκιπας κι ο μάγειρας….

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα κάστρο. Ξέρετε από αυτά τα τεράστια κάστρα με τους μεγάλους πύργους και τα πολλά δωμάτια. Σε αυτό το κάστρο, λοιπόν εκτός από τον βασιλιά και την βασίλισσα ζούσαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που τους εξυπηρετούσαν. Καμαριέρες, μάγειροι, μουσικοί, νταντάδες, γελωτοποιοί. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ζούσε και μια μικρή γελωτοποιός, με μια περίεργη μύτη που άνετα την περνούσες για γουρουνάκι. Η γελωτοποιός μας, λοιπόν έκανε παρέα με έναν από τους μάγειρες του κάστρου. Του έλεγε αστεία, τον βοηθούσε στην μαγειρική και του έλεγε όλα της τα μυστικά. Ο μάγειρας ποτέ δεν της εμπιστευόταν κάτι και ποτέ δεν της μίλαγε γι’αυτόν. Την γελωτοποιό μας όμως δεν την πείραζε γιατί ήξερε πως την αγαπούσε. Μια μέρα στο παλάτι έφτασε ένα πριγκιπόπουλο από ένα άλλο βασίλειο κι ο βασιλιάς του πρόσφερε αμέσως φιλοξενία. Αυτός ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε με την γελωτοποιό μας. Περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί, γελούσαν, συζητούσαν, έπαιζαν. Είχαν γίνει δυο καλοί κι αχώριστοι φίλοι. Κι ο καιρός περνούσε ευχάριστα. Αλλά ποτέ δεν περνάει ο καιρός ευχάριστα χωρίς να το διακόψει ένα δυσάρεστο γεγονός. Κι αυτό το γεγονός συνέβη. Ο πρίγκιπας έκλεψε το καπέλο της γελωτοποιού. Ξέρετε αυτό με τα κουδουνάκια που κάνει περίεργους ήχους όταν κουνάς το κεφάλι σου. Η γελωτοποιός μας στεναχωρήθηκε και δε ήξερε τι να κάνει. Έτσι λοιπόν  απευθύνθηκε στον παλιό καλό της φίλο τον μάγειρα. Αυτός έγινε έξω φρενών. Άρχισε να φωνάζει κι άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες. Αυτή τρομαγμένη έφυγε μακριά. Συγχώρεσε τον πρίγκιπα για  το λάθος που είχε κάνει και συνέχισαν να κάνουν παρέα όπως και πρώτα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στον μάγειρα, που άρχισε να δημιουργεί προβλήματα και να φωνάζει. Μέχρι και στον βασιλιά έφτασε και κατηγόρησε τον πρίγκιπα κι ο βασιλιάς ζήτησε τον πρίγκιπα να τον δει. Ο καημένος ο πρίγκιπας με τρεμάμενα πόδια πήγε και έπρεπε να απολογηθεί για κάτι που δεν αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από την καλή του φίλη κι αυτόν κι αισθάνθηκε τόσο άσχημα κι αισθάνθηκε κι η μικρή μας γελωτοποιός άσχημα που τον έφερε σε τέτοια δύσκολη θέση. Το θέμα στον βασιλιά έληξε γιατί κατάλαβε πόσο υπερβολικός ήταν ο μάγειρας σε αυτά που του έλεγε, αλλά ο πρίγκιπας έφυγε από το κάστρο κι η μικρή μας γελωτοποιός σταμάτησε να μιλάει στον μάγειρα, που με την υπερβολική του συμπεριφορά την έκανε να χάσει έναν καλό της φίλο. Μετά αγαπητά μου παιδιά θα σας γελάσω τι έγινε…εάν η γελωτοποιός ξανά μίλησε με τον μάγειρα ή πήγε να βρει τον πρίγκιπα ή έμεινε στο κάστρο μόνη της και συνέχισε να κάνει τους άλλους να γελούν με τα καμώματά της, γιατί μου είχαν τελειώσει τα φουντούκια και τα σκιουράκια που μου έλεγαν την ιστορία έφυγαν. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα….ψέματα κι εγώ σας λέω..

Κατάρα η ασχήμια…κατάρα η ομορφιά….

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από εδώ που ζούμε τώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος κι οι χωρικοί που ζούσαν εκεί δεν έβγαιναν συχνά έξω από το χωριό τους γιατί φοβόντουσαν την κακία και την ασχήμια του έξω κόσμου. Σε αυτό το χωριό ζούσε κι ένα μικρό παιδάκι. Το μοναδικό του χωριού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6-7 χρονών. Μια μέρα λοιπόν ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο χωριό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία για να δουν. Το άκουσε κι ο μικρός μας φίλος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός. Καθώς ήταν μικρόσωμος και κοντούλης χώθηκε μέσα στο πλήθος. Κι όσο πλησίαζε πιο πολύ στην πλατεία τόσο οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο άγριες, πιο φοβισμένες. Σύρθηκε για να φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσε. Σήκωσε το κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Είχε 4 μάτια και ήταν τριχωτή σε όλο της το σώμα και τα χέρια της δεν είχαν δάχτυλα. Όλο το χωριό είχε εξαγριωθεί και της φώναζαν να φύγει και τις πετούσαν πέτρες. Αυτή άρχισε να σέρνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι να έκανε άραγε αυτή η γυναίκα; Μόνη της και χτυπημένη; Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Ήταν μέσα σε ένα στάβλο κι έκλαιγε. Δεν της μίλησε. Πήγε μόνο και την αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν την φοβόταν, δεν την σιχαινόταν. Ήξερε ότι αυτό εδώ το πλάσμα ένιωθε, είχε καρδιά κι έκλαιγε. Στεναχωρήθηκε για την ασχήμια της, αλλά δεν είπε τίποτα.’ Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ασχήμια.’ του είπε αυτή κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.Κι ο καιρός περνούσε. Και μια μέρα ακούστηκε πάλι φασαρία στο χωριό. Όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Έτρεξε κι ο μικρός μας φίλος. Σύρθηκε, έσπρωξε και όταν σήκωσε το κεφαλάκι του είδε κάτι θεσπέσιο. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν ήξερε εάν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Έλαμπε κι ήταν τόσο όμορφος. Με μαλλιά ξανθά, μπούκλες και μάτια γαλάζια και τεράστια κατάλευκα φτερά. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω του και τον φυλάκισαν. Σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί για να μην φύγει και να το θαυμάζουν για πάντα.Ο μικρός μας φίλος γύρισε σπίτι του, αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει στο χωριό. Τον βρήκε μέσα στο κλουβί του. Σκυμμένο να κλαίει. Τον πλησίασε. Δεν του μίλησε. Έφερε το προσωπάκι του κοντά στα κάγκελα και πέρασε το χεράκι του μέσα στο κλουβί. Του σκούπισε τα δάκρυα και τότε το κλουβί άνοιξε κι αυτός βγήκε έξω.’ Κατάρα να σε κοιτούν στα μάτια και να μην καταλαβαίνουν. Κατάρα η ομορφιά.’ του είπε αυτός κι εξαφανίστηκε από μπροστά του.Ο μικρός μας γύρισε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Ήξερε πως δεν είναι κατάρα η ομορφιά, δεν είναι κατάρα η ασχήμια. Κατάρα είναι να σε κοιτούν στα μάτια και να μην σε καταλαβαίνουν. Τώρα καλά μου παιδιά εάν μου είπαν ψέματα…ψέματα κι εγώ σας λέω…

Ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα και τα τριαντάφυλλα…

Μια φορά κι εναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακρινή από την δικιά μας ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Στην αρχή ήσαν πολυ ευτυχισμένοι. Έπαιζαν στους κήπους του κάστρου, πήγαιναν για πικ νικ και γενικόυετρα ένιωθε χαρούμενος ο ενας δίπλα στον άλλον.Του βασιλιά της ιστορίας μας όμως του άρεσε να φροντίζει και να βλέπει τα τραντάφυλλα του. Δεν τα έβλεπε συχνά,μόνο τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο. Στην βασίλισσα όμως δεν άρεσε αυτό. Κάποτε την είχε τσιμπήσει ένα κι είχε πονέσει πολύ και τώρα φοβόταν μήπως τσιμπήσει κάποιο τον βασιλιά της και τον πονέσει ή τον χάσει. Αλλά δεν φοβόταν μόνο αυτό….ζήλευε κιόλας επειδή ήταν τόσο όμορφα και μπορεί ο βασιλιάς της να σταματούσε να την αγαπάει και να άρχιζε να αγαπάει αυτά. 
Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκε, για να κάνει τον βασιλιά να σταματήσει να επισκέπτεται τα τριαντάφυλλα του ήταν να του δείξει την δυσαρέσκειά της με τις φωνές, τους καβγάδες και την γκρίνια. όταν της έλεγε ότι θα πάει στον κήπο να τα δει, το κάστρο διαλυόταν από τις φωνές και τα κλάματα της. Ο βασιλιάς που ήταν ήσυχος άνθρωπος και δεν του άρεσαν οι φωνές δεν μιλούσε, δεν έκανε φασαρίες. Έκανε υπομονή γιατί αγαπούσε την βασίλισσά του. Αποφάσισε λοιπόν να μην της λεει τίποτα, ώστε να είναι τα πράγματα ήσυχα και πραγματικά όλα κυ΄λούσαν όμορφα. 
Ήταν αρχές της άνοιξης, που τα λουλούδια ανθίζουν κι η φύση φοράει τα πιο όμορφα φορέματα τηςμ όταν ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει κρυφά να δει τα τριαντάφυλλα του, χωρίς να της πει τίποτα. Εκεί λοιπόν που καθόταν αυτή και διάβαζε, παρουσιαστηκε μπροστά της ένας υπήκοος της και της είπε ότι είδε τον βασιλιά να μιλάει στα τριαντάφυλλά του, να τα χαιδεύει και να διασκεδάζει μαζί τους. Για άλλη μια φορά το παλάτι, αλλά κι όλο το βασίλειό της σείστηκε απο τις φωνές και τα δάκρυά της. 
Ο βασιλιάς ο καημένος έκανε υπομονή γιατί την αγαπούσε και σκέφτηκε οτι η βασίλισσαά του κάποτε θα καταλάβαινε ότι δεν και τόσο κακό να επισκέφτεται μια στο τόσο τα τριαντάφυλλά του. Και τα πράγματα για λίγο καιρό έφτιαξαν και τα πήγαιναν καλά κι είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα και σχέδια για το μέλλον,αλλά όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια. 
Μια μέρα λοιπόν εκεί που έτρωγαν με φίλους τους αναφέρθηκε στο τραπέζι το θέμα με τα τριαντάφυλλα. Η φίλη τότε της βασίλισσας χωρίς να γνωρίζει κάτι είπε ότι και τα Χριστούγεννα είχε δει τον βασιλιά μαζί με τα τριαντάφυλλά του. Αμέσως το πρόσωπο της βασίλισσας σκοτείνιασε, άρχισε να βρίζει τον βασιλιά και να του λέει λόγια που θα πρόσβαλλαν και τον πιο άτιμο και χωρίς τσίπα άνθρωπο του κόσμου. Ο καλός ο βασιλιάς όμως κράτησε την ψυχραιμία του κι έκανε πάλι υπομονή, γιατί δεν ήθελε να την προσβάλλει και να την μειώση μπροστά στους φίλους του. 
Οι μέρες περνούσαν κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την βασίλισσα του. Όσο και να την αγαπούσε δεν ήθελε πλέον να μείνει μαζί της και να είναι ανγκασμένος να ανέχεται όλες τις ζήλιες και τις φωνές της. Η βασίλισσα από την άλλη ζούσε σε έναν κόσμο παραμυθένιο και δεν είχε καταλάβει πόσο πολυ είχε πληγώσει τον βασιλιά της. Ένα πρωί κατέβηκε στον κήπο του παλατιού και το μάτι της έπεσε πάνω στα τριαντάφυλλα. Πλησίασε κι έκοψε προσεκτικά ένα. Δεν την τσίμπησε! Ήταν όμορφο και μύριζε τόσο ωραία. Τελικά ήταν άδικη με τον βασιλιά της, που τον φώναζε και του συμπεριφερόταν τόσο άσχημα. Έτρεξε μέσα στο κάστρο για να του πει ότι πλέον είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει ότι δεν θα τον έχανε εξαιτίας των τριαντάφυλλων. Άρχισε να τον ψάχνει μέσα στο παλάτι για να του ζητήσει συγγνώμη και να του πει πως είχε αλλάξει και τα πράγματα θα ήταν όπως παλιά. Ο βασιλιάς της όμως είχε φύγει. Είχε εξαντλήσει την υπομονή του και τώρα αυτή είχε μείνει μόνη της κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι……..