Τα γράμματα της Δουλτσινέα (7- τελευταίο γράμμα)

Δον μου,
Ναι σε εσενα μιλάω, σε εσενα που εδω και τόσους μήνες σου γραφω γραμματα, σε εσενα που θα πέθαινα για μια ματια σου, για ενα χάδι, για ενα φιλι σου. Γραφω σε εσενα για τελευταία φορα. Κάθομαι στα σκαλοπάτια σου και γραφω για έναν έρωτα που έζησα, εξωπραγματικό κι αλλόκοτο. Τον έζησα μόνη  μου αυτόν τον έρωτα Αλονσο μου και δεν μπόρεσα να σε βρω. Να σου λύσω τα μαγιά που σε κρατούσαν μακριά μου.
 Οι εποχές άλλαξαν. Εγω δεν ειμαι πλεον μια ρομαντική Δουλτσινεα που ψάχνει τον Δον της αλλα ειμαι η τρελή Δεινα που ψάχνει τον ευπρεπώς κύριο Τάδε. Κάθεται στα σκαλοπάτια του αμέτρητους μήνες με ενα μπουκάλι κρασί. Οι εποχές περασαν απο πανω της και δεν τις κατάλαβε. Ο χρονος αδυσώπητος, το ίδιο. Προσπάθησα να σου μιλήσω..εσκυψες το κεφάλι σου όσο πιο χαμηλά μπορούσες κι έφυγες. Το συναίσθημα μέσα μου ηταν ανεξήγητο. Απελπισία ανάκατη με στεναχώρια. Δεν εκτιμήσεις οτι τόσους μήνες καθομουν εξω απο την πόρτα σου. Ο ερωτας θα μου πεις σε φτάνει στα όρια της τρέλας, της παράνοιας. Ποιος ερωτας Δον μου; Ο ανεκπλήρωτος;
 Μια ματια σου ζήτησα, ενα χάδι σου να κλέψω προσπάθησα κι εσυ έμεινες μακριά μου, απαθής. Ναι αγαπημένε μου, θα μου λείψεις. Πολλές φορές θα σκέφτομαι το βλέμμα σου. Αυτο το βλέμμα που με έκανε να πεθαίνω. Αυτο το βλέμμα που θα νοσταλγώ. Δεν μου έδωσες την ευκαιρία Δον μου να σου αποδείξω οτι θα μπορούσα να ήμουν το άλλο σου μισό, να αποδείξω οτι στην πραγματική ζωή υπαρχουν ευτυχισμένα τέλη, σχεδόν κινηματογραφικά. Ναι Αλονσο μου γελα, γελα με την καρδια σου. Γελά με την τρελή που ήθελε να σου δώσει πραγματα γιατι αυτο το απόθεμα αγάπης που είχε την έπνιγε. Ηταν πανω απο τις δυνάμεις της να το κρατήσει και να το καταλαγιάσει. Κι ομως καταλαβα Δον μου οτι ολο αυτόν τον καιρο έχανα πραγματα απο την ζωη μου.. Έχανα στιγμές σημαντικές και μη. Οι φιλοι μου έγιναν ζευγάρια, αντρόγυνα, γονείς κι εγω επέμενα πεισματικά στην πόρτα σου κυνηγώντας σε. Οχι Δον μου η Δουλτσινεα ανήκει στην φαντασία του Θερβάντες, εγω δεν εχω καμία σχεση μαζι της. Εσυ δεν εισαι ο Δον Κιχώτης μου και το παραμύθι μου παιρνει τέλος. Η ζωή που δεν έζησα αυτόν τον καιρο με περιμένει κι ο αληθινός, πραγματικός ερωτας ειναι εξω απο τα δικά σου σκαλοπάτια. Το αν θα με βασανίζει πάντοτε, δεν το γνωρίζω..αλλα δεν μπόρεις να δώσεις μια ξεκάθαρη και λογική εξήγηση σε ολα τα αν..γι’αυτο κι εγω κάθομαι εδω… Και λεω οτι θα ερωτευτώ τον εαυτό μου. Δεν θα σε ξεχάσω Δον μου! Ηδη σε εκανα αυτόν τον καιρο κομμάτι του εαυτού μου. Ισως θα εισαι για παντα το ανεκπλήρωτο κομμάτι της αγάπης μου!
Θα μου λείψεις , ηδη μου λείπεις…
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Rating: 1 out of 5.

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (6)

Αγαπημένε μου Δον,
για ακομα ενα βραδυ κάθομαι στα σκαλοπάτια σου. Κάθε φορά που καποιος μπαίνει ή βγαίνει απο την πολυκατοικία δείχνω οτι ψάχνω κατι..ισως με περνούν για τρελή. Δεν με ενδιαφέρει. Κοίταξα και τα ονόματα στα κουδούνια. Δεν ήθελα να ψαξω να δω ποιος εισαι απο όλους. Για μενα εισαι ο Δον Κιχώτης μου. Εισαι μαγεμενος πανω στο κάστρο σου κι εγω προσπαθώ να λύσω τα μαγια σου και να με ερωτευτείς. Να ζήσεις μαζι μου μια μεγάλη αγαπη που θα εμπνεύσει ενα χαρούμενο τέλος στην ιστορία μας, ενα μυθιστόρημα, μια ταινια. 
Πολλές φορές ομως πιστεύω οτι υπαρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που εμπνέουν βιβλία, που εμπνέουν τον μεγάλο έρωτα. Λίγοι ειναι αυτοί βέβαια και μέχρι στιγμής πιστεύω οτι δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία. Ήμουν παντα ο δεύτερος ρόλος, αυτός του Σάντσο Πάντσα. Ένας ρόλος που προσπαθούσε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστη και να του διευκολύνει την ζωή κι αυτός έμενε στην άκρη χωρις να τον νοιάζει εαν θα ευτυχήσει ή οχι. Ολοκληρωμένος κι απόλυτα συνειδητοποιημένος οτι ο σκοπός του ειναι αυτός. Συμβατικός. Αλλά ποιος δεν θελει να υπάρξει πρωταγωνιστής μιας ιστορίας αγάπης; Κι εγω προσπαθώ μέσα απο τα γραμματα που σου γραφω να γίνω η Δουλτσινεα σου, αλλά εαν ανήκω στους ανθρωπους που θα ειναι παντα ο Σάντσο πως μπορω να το αλλάξω; Πώς μπορώ να τα βάλω με την μοίρα μου και τι μαγεία θα έπρεπε να εχω για να τα καταφέρω;
 Για εσενα ξερω σε τι κατηγορία ανήκεις. Εισαι σε αυτούς τους ανθρωπους που εμπνέεις τον μεγάλο έρωτα, που εμπνέεις μαγεία, μυστήριο απο ένα και μόνο βλέμμα σου. Κι εγω εξακολουθώ να ειμαι στα σκαλοπάτια σου και να παλεύω με τους δαίμονες μου μέχρι να σου μιλήσω. Να σου πω απλα ενα γεια. Δεν ειναι πολυ λιγο το γεια ομως; Πολυ ανούσιο; Οταν το μόνο που θελω ειναι να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να σε φιλήσω γλυκά πολυ αγαπημένε μου Δον;


Η Δουλτσινεα σου

Rating: 1 out of 5.

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (5)

Αγαπημένε μου Αλόνσο, πολυαγαπημένε μου Δον,

αυτό είναι το πέμπτο γράμμα που σου γράφω. Είμαι καθισμένη στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας σου. Βρίσκεσαι πάνω, στο διαμέρισμά σου. Συνεχίζω και σε παρακολουθώ. Κάθε πρωί τρέχω να προλάβω, για να σε χαιρετήσω για την δουλειά σου και κάθε απόγευμα πάλι τρέχω για να είμαι εδώ όταν γυρίσεις. Κάποιες φορές μου ρίχνεις κάποιες ματιές. Κάθε φορά η ματιά σου στέκεται όλο και πιο πολύ πάνω μου. Νομίζω οτι έχω αρχίσει και γίνομαι πρόσωπο οικείο. Αυτό μου δίνει μια μικρή χαρά. Και πώς να μην μου δώσει άλλωστε;
Πολλές φορές νιώθω μπερδεμένη, νιώθω οτι φλερτάρω με την τρέλα. Πόσο φυσιολογικό είναι να προσπαθείς να κάνεις κάποιον να σε προσέξει; Πώς μπορώ να έχω απαίτηση να είσαι μόνο δικός μου από την στιγμή που δεν με ξέρεις καν; Αρκετές φορές ζηλεύω το χαμόγελο σου. Το ζηλεύω και φοβάμαι μήπως οφείλεται σε κάποια άλλη και τότε ναι σκοτεινιάζω και η επιθυμία μου να σε σφίξω στην αγκαλιά μου γίνεται ακαταμάχητη, με κατακλύζει. Και μετά..και μετά φτιάχνω την ιστορία μας στο μυαλό μου. Με γνωρίζεις, μου μιλάς στην αρχή και μετά όσο περνούν οι μέρες σε απογοητεύω, χάνεις τον ενθουσιασμό σου κι εγώ προσπαθώ να σε πλησιάσω κι όσο προσπαθώ τόσο απομακρύνεσαι κι εγώ μοιάζω να βουλιάζω. Αυτό το φοβάμαι. Αχ δεν ξέρεις πόσο το φοβάμαι Δον μου. Κι ο κόμπος στον λαιμό μου μεγαλώνει. Σκέφτομαι τι έχω κάνει, το παρελθόν μου, το ανύπαρκτο παρόν μου, το αβέβαιο μέλλον μου και τότε σταματώ να σκέφτομαι. Τότε μένω ικανοποιημένη να σε κοιτώ μόνο. Ξέρεις τι με τρομάζει πιο πολύ απ’ όλα πολυαγαπημένε μου Δον; Οτι ίσως ανήκω σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα αγαπηθούν ποτέ. Ξέρεις αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν οτι θα έρθει κάποιος  άλλος άνθρωπος και θα τους κλείσει σφιχτά στην αγκαλιά τους και περιμένουν…και περιμένουν…Και τότε εγώ τι θα κάνω Αλόνσο μου; Και τώρα εγώ τι κάνω Δον μου;

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Rating: 1 out of 5.

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (4)

Αλονσο μου, πολυ αγαπημένε μου Δον,
Εδω και μέρες γνωρίζω που μένεις! Έρχομαι κάτω από την πολυκατοικία σου και προσπαθώ να σε παρακολουθήσω..σε παρακολουθώ. Έχει τύχει δυο φορές να συναντηθούμε στην γωνία του δρόμου,δεν μου έδωσες σημασία, πέθαινα για μια ματιά σου.
Ναι ρώτησε με πιο δυνατά! Οπως ρωτάω κι εγω τον εαυτό μου! Γιατι; Γιατι δεν βρίσκω την δύναμη να σου μιλήσω. Στην τελική δεν εχω να χάσω τιποτα..ισως εχω να χάσω πολλα! Οχι εχω να χάσω παρα πολλα! ΧΙλιαδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου! Εαν δεν μου δώσεις σημασία; Εάν είσαι ερωτευμένος με κάποια άλλη; Αλήθεια πως θα μπορούσα να ζήσω έναν έρωτα μαζί σου εάν ήδη έχεις ερωτευτεί; Ή εάν ήδη έχεις πονέσει από έναν μεγάλο έρωτα; Δεν θα ερχόμουν για πάντα δεύτερη στην ζωή σου; Θα γινόταν να σε αγαπώ και να είμαι ερωτευμένη εγώ και για τους δυο μας; Θα γινόταν να με λατρέψεις τόσο δυνατά, ώστε να μην μπαίνεις στην διαδικασία να με συγκρίνεις; Δεν ξέρω Δον μου! Σε αυτές τις σκέψεις χάνομαι, σε αυτές αναλώνομαι και δεν βρίσκω το θάρρος να σου πω ένα γεια…να απλώσω το χέρι μου και να σε σταματήσω έτσι όπως στρίβεις βιαστικός στην γωνία.Η καρδιά μου μένει παγωμένη,χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής όταν νομίζω ότι είσαι κοντά μου. Μένει παγωμένη και συνάμα νιώθω μια τέτοια ζεστασιά μέσα μου σαν να με καίει μια τεράστια φλόγα.
Δεν μπορω να μείνω ομως με τους φόβους μου και τις αμφιβολίες μου πολυαγαπημένε μου Αλονσο! Δεν μπορω να περιμενω και να περνάνε ανούσιες οι στιγμές που θα μπορούσα να σε κρατώ στην αγκαλιά μου, να κρατώ τον κόσμο μου στην αγκαλιά μου. Ισως παλι ο ερωτας ειναι για τους τολμηρούς. Ισως να μην ανήκω σε αυτή την κάστα ανθρώπων. Ισως γι’αυτο τον λόγο να μην μου αξίζει να το ζήσω,μια ζοφερή αγάπη, ένα δυνατό πάθος.
Σε φιλώ γλυκά
Η Δουλτσινεα σου

Rating: 1 out of 5.

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (3)

Αλόνσο μου, Δον μου,

πιστεύεις οτι μπορεί να ζήσει κάποιος ενώ η καρδιά του είναι σταματημένη; Η καρδιά μου έχει σταματήσει από το πρωί. Δεν ξέρω πως περπατώ, δεν ξέρω πως κρατάω το στυλό αυτή την στιγμή, δεν ξέρω πως σου γράφω. Βάζω το χέρι μου στο στήθος και δεν την ακούω καν να χτυπά. Ίσως αυτή την στιγμή είμαι νεκρή. Δεν είναι δυνατόν όμως αυτό. Μπορεί ένας νεκρός να είναι τόσο χαρούμενος; Να είναι τόσο τυχερός;
Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα την διεύθυνσή σου σε ένα χαρτί και μετά ξάπλωσα στον καναπέ κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Ναι, έγραψα την διεύθυνσή σου. Ξέρω πλέον που μένεις. Σε είδα να βγαίνεις από τον υπόγειο σταθμό. Εκείνη την στιγμή η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη κι η καρδιά μου σταμάτησε. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι γύρω σου και ήταν δύσκολο να μην σε χάσω. Δεν θα συγχωρούσα στον εαυτό μου αυτή την ευκαιρία. Οι θεοί μου μού είχαν χαμογελάσει, η θεά της τύχης μου έκλεινε το μάτι εκείνη την στιγμή. Σε ακολούθησα. Το βήμα σου σταθερό, αποφασιστικό και κουρασμένο. Το κεφάλι σου ήταν σκυμμένο, αλλά ανά διαστήματα το σήκωνες και θωρούσες τον ουρανό. Δεν κοιτούσες τους άλλους γύρω σου. Χαμένος στις σκέψεις σου κι εγώ να προσπαθώ να νικήσω την ανάγκη μου να σε αγκαλιάσω. Σταμάτησες σε ένα μικρό μαγαζί. Έμεινες αρκετή ώρα και βγήκες από εκεί με ένα δέμα, τυλιγμένο με ένα κίτρινο χαρτί ανακύκλωσης. Η όψη σου ήταν πιο ευδιάθετη. Τυχαία έπεσε η ματιά σου επάνω μου. Εκείνο το βλέμμα σου που με κάνει να καίγομαι και συνάμα να παγώνω. Έμεινα αποσβολωμένη. Συνέχισες να περπατάς, συνέχισα κι εγώ. Έστριψες σε έναν παράδρομο. Έμεινα στην γωνία να σε ακολουθώ με την ματιά μου. Ανέβηκες γρήγορα τα δέκα σκαλιά της εξόδου και μπήκες στην πολυκατοικία σου. Δεν ξέρω εάν έμεινα στην γωνία του δρόμου, δευτερόλεπτα, λεπτά ή και αιώνες. Η καρδιά μου εξακολουθούσε να είναι σταματημένη.
Δεν ξέρω τι θα κάνω αγαπημένε μου Δον. Ξέρω πλέον πως μπορώ να σε ξανά δω. Εσύ τι έκανες όταν έψαχνες εμένα; Τι έκανε ο Δον Κιχώτης όταν έψαχνε την Δουλτσινέα του; Η καρδιά μου είναι σταματημένη κι εγώ ζω κι είμαι αισιόδοξη γεμάτη ελπίδα. Περίεργο συναίσθημα η ελπίδα, έτσι δεν είναι Αλόνσο μου; Περίεργο να έχει σταματήσει καρδιά και μυαλό κι εσύ να συνεχίζεις να αναπνέεις και να ελπίζεις…

Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Rating: 1 out of 5.

Tα γράμματα της Δουλτσινέα (2)

Αλόνσο μου, Δον μου,

έχουν περάσει σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες από την στιγμή που σε είδα και νιώθω την ανάγκη να σου γράψω πάλι. Νομίζω οτι μου λείπεις. Δεν είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα; Να σου λείπει κάτι, κάποιος που είδες μόνο για μια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε στο πλήθος. Τα χαρακτηριστικά σου έχουν αρχίσει και ξεθωριάζουν αλλά πίστεψε με πιέζω πολύ τον εαυτό μου να τα κρατήσω ζωντανά στην μνήμη μου.
Είμαι με μια κούπα καφέ στο μικρό μου διαμέρισμα και κοιτώ τον συννεφιασμένο ουρανό της πόλης. Αναλογίζομαι που μπορεί να βρίσκεσαι ή τι μπορεί να κάνεις τώρα. Η σκέψη οτι μπορεί κι εσύ να κοιτάς έξω από κάποιο παράθυρο με κάνει να χαμογελώ. Είναι σαν να έχω την αίσθηση οτι μου κάνει παρέα κάποιος σε αυτή την απέραντη μοναξιά. Μοναξιά…περίεργη λέξη. Να περιτριγυρίζεσαι από τόσους ανθρώπους και να νιώθεις μόνος. Πολλές φορές μου αρέσει αυτή η μοναχικότητα. Να κάθομαι με την κούπα του καφέ μου μπροστά από το παράθυρο μου και να κοιτώ τους περαστικούς στο δρόμο.
Όταν είχα πρωτοέρθει στο διαμερισματάκι μου προσπαθούσα να φανταστώ την ιστορία του καθενός ανάλογα με το περπάτημα τους. Από ποιά χώρα μπορεί να ήταν και τι βασάνιζε την ζωή τους. Συνήθως έδινα χαρούμενο τέλος στις ιστορίες τους. Πλέον σταμάτησα να το κάνω κι αυτό. Η μοναχικότητα  αρκετές φορές σε κουράζει και πράγματα, τα οποία σε ενθουσίαζαν τα βρίσκεις ανούσια. Αλήθεια έχεις αισθανθεί ποτέ μόνος; Νομίζω οτι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την μεγαλούπολη αισθάνονται μόνοι. Εκεί που μεγάλωσα δεν είναι έτσι. Κανείς δεν αισθάνεται μόνος και κανείς δεν αφήνει τον άλλον να αισθανθεί μόνος είτε με τον καλή έννοια είτε με την κακή.
Απο χθές όμως αυτό το συναίσθημα έχει αρχίσει και αλλάζει. Νιώθω ξανά την διάθεση κι ίσως την ανάγκη να πλάσω ιστορίες κι ίσως και την δική σου.
Αυτή την στιγμή κάθεσαι κι εσύ στο δικό σου διαμέρισμα με ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι κρασί. Νομίζω οτι διαβάζεις Σαιξπηρ και από τον υπολογιστή σου παίζει σιγανά Jazz. Σου αρέσει αρκετά ο Σινάτρα, αρέσει και σε εμένα πολύ. Δεν θυμάμαι την ηλικία που ξεκίνησα να ακούω τον Φρανκ. Δεν ήμουν μικρή, ίσως ήμουν φοιτήτρια. Κάποια πράγματα τα διαγράφω από το μυαλό μου σαν να μην έγιναν ποτέ και κάποια άλλα τα θυμάμαι τόσο έντονα με όλες τους τις λεπτομέρειες. Ώρες ώρες νομίζω οτι είμαι πολύ περίεργο άτομο και μάλλον είμαι, αλλά κανείς δεν μου το έχει παραδεχτεί.
Γλυκέ μου Δον οι σκέψεις μου με συνεπάιρνουν και χάνομαι κι η ώρα περνά, όπως και τώρα. Θα σου ξανα γράψω κι ελπίζω να σε δω σύντομα από κοντά.
Σε φιλώ γλυκά
η Δουλτσινέα σου

Τα γράμματα της Δουλτσινέα (1)

Καλησπέρα.. Δεν με γνωρίζεις. Ούτε εγώ σε γνωρίζω. Δεν ξέρω το όνομα σου, εάν καπνίζεις κι αν ναι τι καπνό φουμάρεις..σε είδα καθώς περνούσες δίπλα μου στο μέτρο..περπάτησα πιο γρήγορα για να σε φτάσω..περπάτησες ακόμα πιο γρήγορα..βιαζόσουν! Κι εγώ βιαζόμουν αλλά εκείνη την ώρα το είχα ξεχάσει. Προσπάθησα να μπω στο ίδιο βαγόνι με εσένα. Έβλεπα την πλάτη σου και το πίσω μέρος τους κεφαλιού σου. Ξάφνου μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να βάλω τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα μαλλιά σου και να σε σφίξω δυνατά στην αγκαλιά μου. Είχε κόσμο όμως..πολύ κόσμο κι εγώ δεν ήμουν τόσο δυνατή ώστε να αρχίσω να τους πετώ όλους έναν έναν από εκεί μέσα. Νιώθω πολύ χαζή που κάθομαι και σου γράφω. Γράφω σε έναν άγνωστο αλλά θα ήθελα να με γνωρίσεις κι ίσως με την φαντασία μου σε γνωρίσω κι εγώ! Ελπίζω να σε ξανά δω..αλλά η πόλη αυτή είναι τεράστια..χάνεσαι.. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μου γράμμα σε εσένα..ίσως σε ονομάσω Φιλοκτήτη..αρχαίος Έλληνας  ήρωας..ίσως σε ονομάσω Όμπερον όπως το ξωτικό στο Όνειρο Θερινής νυκτός. Ακόμα δεν ξέρω πως.. Ερωτεύτηκα ευθύς το βλέμμα σου. Μακάρι να μπορούσα να το περιγράψω με λόγια αυτό το φευγαλέο βλέμμα και μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω την ζεστασιά και συνάμα την παγωνιά  που μου άφησε. Στο υπόσχομαι οτι θα σου γράψω κι άλλα γράμματα Σε φιλώ γλυκά  Δουλτσινέα
Υ.Γ ναι σε ονόμασα Δον Κιχώτη  ή μήπως πρέπει να σε αποκαλώ με το πραγματικό σου όνομα, Αλόνσο, ας αλλάξω λίγο την ροή της ιστορίας κι ας σε ψάχνω εγώ αγαπημένε μου Δον προσπαθώντας να λύσω τα μάγια σου και δένοντας πιο πολύ τα δικά μου..

Η φωτιά που άλλαξε χρώμα…

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μεγάλο και πυκνό πολύ μακριά από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Περισσότερο με καλύβα έμοιαζε. Σε αυτή την καλύβα λοιπόν ζούσε μια μικρή γελωτοποιός, ξέρετε από αυτές με τα περίεργα κουδουνάκια που όταν κάνουν τούμπες, αυτά κουδουνίζουν περίεργα. Στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί τους άρεσε η συντροφιά τους και δυο ζωάκια μικρά. Μια γάτα κι έναν λαγό. Κάθε πρωί όλοι πήγαιναν στις δουλειές του και το βράδυ γύριζαν, έτρωγαν και κάθονταν μπροστά στο τζάκι κι έλεγαν πως τα πέρασαν. Η μικρή γελωτοποιός εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να είναι κατσούφα, της έλειπε μια ανθρώπινη συντροφιά, αγαπούσε τα λουλούδια της, αγαπούσε τα ζωάκια της αλλά ήθελε κάποιον άλλο γελωτοποιό ή μπορεί και τον πρίγκιπα του κάστρου όπου δούλευε να παίζει, να χορεύει, να του λέει τα αστεία της. Οι φίλοι της, προσπαθούσαν να της συμπαρασταθούν. Η γάτα της έφερε ένα ποντίκι να δώσει παράσταση μήπως και να της φτιάξει το κέφι, τίποτα. Ο λαγός διοργάνωσε αγώνα δρόμου με την χελώνα και την άφησε να κερδίσει, μα πάλι τίποτα. Η μικρή μας γελωτοποιός γινόταν μέρα με την μέρα όλο και χειρότερα. Τόσο που δεν κατάλαβε ότι οι φίλοι της τα ζώα είχαν φύγει και τα λουλούδια της είχαν μαραθεί. Ένα βράδυ λοιπόν που συνέχισε να γκρινιάζει στην φωτιά, αυτή άλλαξε χρώμα κι από κόκκινη έγινε πράσινη και της μίλησε. Της είπε να κοιτάξει γύρω της και να δει τι είχε καταφέρει με την γκρίνια της. Ούτε ανθρώπινη συντροφιά είχε βρει, αλλά είχε διώξει και τους φίλους της από δίπλα της. Κι αυτή ξαφνικά κατάλαβε τι είχε κάνει κι έτρεξε στην πόρτα. Τώρα τι έγινε καλά μου παιδιά δεν ξέρω, εάν δηλαδή βρήκε τους παλιούς της φίλους, ή βρήκε την ανθρώπινη συντροφιά που τόσο έψαχνε ή βρήκε άλλους καινούριους γιατί το ποντίκι που μου έλεγε την ιστορία το είχαν καλέσει να δώσει κάπου μια χριστουγεννιάτικη παράσταση και βιαζόταν να φύγει. Τώρα εάν μου είπαν ψέματα…ψέματα κι εγώ σας λέω…

Ο καλικάντζαρος που κατέστρεφε τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο πολύ μακρινό από την δική μας χώρα υπήρχε ένα μικρό κι όμορφο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τις δουλειές τους και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Η καλύτερη εποχή του χρόνου ήταν γι’ αυτούς τα Χριστούγεννα γιατί στόλιζαν το μεγάλο δέντρο της πλατείας, έψελναν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μοίραζαν γλυκά, ζεστά χαμόγελα και αγκαλιές. Κάτω από αυτό το χωριό, όμως ζούσε ένας μικρός καλικάντζαρος. Είχε μυτερά αυτιά και μακριά μουσούδα και φορούσε ένα πράσινο σκουφί. Αυτός λοιπόν ο καλικάντζαρος έβγαινε στην επιφάνεια της γης και γινόταν φίλος με κάποιο παιδάκι, μετά έλεγε ότι ήταν μόνος του κι έκλαιγε και τα παιδιά τον φιλοξενούσαν σπίτι τους. Ο κύριος καλικάντζαρος λοιπόν, σηκωνόταν το βράδυ κι έτρωγε τα μπισκότα και το γάλα που άφηναν τα παιδιά για τον Αη Βασίλη, αυτός δεν τα έβρισκε και δεν άφηνε τα δώρα του, οπότε την άλλη μέρα τα παιδιά έψαχναν κάτω από το έλατο, μέσα στις κάλτσες του τζακιού και δεν έβρισκαν τίποτα. στεναχωρούνταν κι έτσι τα Χριστούγεννα τους χαλούσαν. Ο καλικάντζαρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποιήση και εξαφανιζόταν στα έγκατα της γης μέχρι την νέα χρόνια. Έτσι και φέτος, λοιπόν βγήκε στην επιφάνεια της γης και το πρώτο παιδάκι που είδε του έπιασε την κουβέντα. Με τα πολλά και τα λίγα καλά μου παιδιά έγιναν φίλοι με το παιδάκι κι αυτό προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το μικρό μας παιδάκι όμως την είχε πατήσει από τον καλικάντζαρο  και δεν ήθελε να την πατήσει και δεύτερη φορά, έτσι το βράδυ ενώ έκανε πως κοιμόταν άκουσε τον καλικάντζαρο σιγά σιγά να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να πηγαίνει να φάει τα μπισκότα και το γάλα και ξαφνικά το έπιασε στα πράσα. Αυτός ξεκίνησε να τρέχει κι από πίσω του το παιδάκι κι από πίσω του η μαμά του κι από πίσω ο μπαμπάς του κι από πίσω του ο θείος του και για να μην τα πολυλογώ ολόκληρο το χωριό. Τώρα εάν τον έπιασαν τον καλικάντζαρο δεν ξέρω γιατί ο Ρούντολφ που μου έλεγε την ιστορία έχει γεράσει λίγο και δεν θυμόταν καλά. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω…

Το μεγάλο ζογκλερικό κόλπο…

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο πολύ μακριά από την δική μας χώρα ζούσε μια μικρή γελωτοποιός. Ξέρετε από αυτές που φοράνε τα περίεργα καπελάκια με τα κουδουνάκια, που κάνουν ήχους πολύ περίεργους καθώς περπατάνε και κάνουν τα κόλπα τους για να γελάνε οι άλλοι. Η γελωτοποιός μας αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να ανακαλύψει τον κόσμο και να μάθει καινούρια κόλπα και μαγικά. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε. Πέρασε δάση, βουνά, ποτάμια και ρυάκια. Γνώριζε διάφορα μικρά ζωάκια που την μάθαιναν διάφορα κόλπα, αλλά όλα αυτά τα κόλπα ήταν πολύ μικρά και δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα μεγάλο ζογκλερικό νούμερο. Περπατούσε λοιπόν με την ελπίδα να γνωρίσει κάποιον που θα της έδειχνε ένα πολύ όμορφο και πολύπλοκο κόλπο, που θα την έκανε ξεχωριστή. Βυθισμένη στις σκέψεις της έφτασε μπροστά στο μεγαλύτερο και το πιο πυκνοφυτεμένο δάσος του κόσμου. Είχε ακούσει πολλά για αυτό το δάσος και πραγματικά φοβόταν να μπει. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Έσφιξε τα χέρια της και άρχισε να προχωράει. Πέρασαν μέρες περπατώντας και δεν είχε συναντήσει κανέναν. Ούτε ένα περιστέρι, ούτε ένα σκίουρο, ούτε καν ένα μυρμήγκι. Μετά από κάμποσο καιρό έφτασε σε ένα ξέφωτο. Ήταν τεράστιο και γύρω γύρω δεν υπήρχαν δέντρα, μόνο μερικά κούτσουρα. Με την άκρη του ματιού της έπιασε έναν γελωτοποιό σαν κι αυτήν ντυμένο να παίζει με τις φωτιές και να κάνει περίεργα κόλπα και μορφασμούς τόσο πολύ αστείους που αυτή δεν κρατήθηκε κι άρχισε να γελάει δυνατά. Αυτός δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε να κάνει τα κόλπα του. Κάποια στιγμή που κουράστηκε πήγε κι έκατσε σε ένα κούτσουρο κι άρχισε να σκαλίζει ένα ξύλο. Η μικρή μας γελωτοποιός πήρε το θάρρος και πήγε να του συστηθεί για να της μάθει κι αυτής τα περίεργα κόλπα που έκανε. Μα αυτός δεν της έδωσε καμία σημασία, παρά συνέχιζε να σκαλίζει. Η μικρή μας γελωτοποιός δεν έκανε τίποτε παραπάνω, από το να τον περιμένει να τελειώσει την δουλειά του. Λίγο πριν τελειοποιήσει αυτό που έκανε το σήκωσε ψηλά το κοίταξε και το πέταξε και ξεκίνησε να φτιάχνει κάτι άλλο. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό και κάθε φορά η μικρή μας γελωτοποιός τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Της είχε κινήσει πολύ την περιέργεια αυτός ο περίεργος συνάδελφος της. Και να μια μέρα βρέθηκε μια ανάσα από δίπλα του. Αυτός συνέχισε να σκαλίζει και με μια κίνηση σήκωσε ψηλά το δημιούργημά του για να το παρατηρήσει. Η μικρή μας φίλη περίμενε ο,τι θα το πετάξει αλλά αυτός με μια μαγική κίνηση και μάλλον κωμική της το έδωσε και για πρώτη φορά είδε ένα μειδίαμα στα χείλη του. Τώρα καλά μου παιδιά δεν ξέρω τι έγινε μετά. Εάν δηλαδή η μικρή μας γελωτοποιός δέχτηκε το δώρο ή εάν ο γελωτοποιός της έδειξε αυτό το πολύπλοκο κόλπο του ή εάν συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους γιατί ο τζίτζικας που μου έλεγε την ιστορία είχε όρεξη να τραγουδήσει και πήρε την κιθάρα του κι άρχισε να πετάει από δέντρο σε δέντρο. Τώρα εάν μου είπε ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω…