
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μέρος πολύ μακριά από την δική μας χώρα, υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Σε αυτό τυο δάσος υπήρχε ένα μικρό χωριοί και σε αυτό το χωριό ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτό λοιπόν το κοριτσάκι που λέτε είχε μια ιδιαιτερότητα. Δεν πίστευε στα παραμύθια. Τι κι αν την παρακαλούσε η γιαγιά της να της πει ένα παραμύθι, αυτή αντιδρούσε , λέγοντας οτι δεν πιστεύει στα παραμύθια.
Ένα βράδυ λοιπόν καθώς η μικρή μας φίλη κοιμόταν άκουσε μια ψιλή φωνή να της μιλάει σιγανά. Άνοιξε τα μάτια της και τι να δει..πάνω στο πάπλωμα τηςτην κοιτούσε και της μιλούσε ένα ποντικάκι.
-Ξύπνα. Πρέπει να σου δείξω κάτι.
-Ποιός είσαι; Και γιατί μου μιλάς; Είσαι ποντίκι, του είπε αυτή ταραγμένη.
-Ακολούθησε με και θα δεις κάτι μαγικό.
Τι κοριτσάκι ήταν πού περίεργο, οπότε σηλωθηκε και το ακολούθησε. Βγήκαν απο το σπίτι και άρχισαν να μπαίνουν πιο βαθιά στο δάσος. Ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπε τίποτα, παρα μόνο το μικρό ποντίκι που έτρεχε μπροστά της. Μετά από λίγο έφτασαν σε ένα ξέφωτο, οπού περνοούσε ένα ρυάκι. Υπήρχαν μεγάλες πέτρες οπου κάθονταν τρείς άντρες και μια γυναίκα. Όλοι τους φορούσαν πολύ περίεργα ρούχα. Η μικρή μας φίλη τους παρατηρούσε από μακριά. Ξαφνικά ο πιο μεγάλος άντρας σε ηλικία την είδε.
-Έλα κοντά μου και μην φοβάσαι, της είπε.
Αυτή πλησίασε κι αυτός την πήρε στην αγκαλιά του. Τότε το ρυάκι χάθηκε και βρέθηκαν σε έναν δρόμο όπου έτρεχαν ένας λαγός και μια χελώνα. Ο λαγός έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω του. Ούτε που έβλεπε την χελώνα. Πήγε στην σκιά ενός δέντρου, έγειρε και αποκοιμήθηκε. Δεν είδε την χελώνα που τον προσπερνούσε. Αμέσως έφυγαν απο εκέι και βρέθηκαν πάλι στο ποταμακι.
-Και μετά και μετά; Ρώτησε με αγωνία το κοριτσάκι αλλά ο άντρας απλά της χαμογέλασε.
Μετά της μίλησε η γυναίκα που φορούσε κι αυτή πολύ παράξενα ρούχα κι ένα μαντήλι που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια της.
-Έλα να δεις και την δική μου ιστορία.
Την πήρε στην αγκαλιά της κι όπως έγινε και πριν το ρυάκι χάθηκε και την θέση του πήρε ένα σπίτι με σαράντα μεγάλα πιθάρια έξω από την πόρτα. Τα πιθάρια όμως μιλούσαν ψιθυρίζοντας, όταν ο έμπορος του είπε να κάνουν ησυχία για να μην τους καταλάβουν, ώστε να μπορέσουν το βράδυ να κλέψουν το σπίτι. Κάποιο από αυτό απάντησε ότι ήρθε η ώρα να πάρουν πίσω αυτά που άρπαξε ο Αλί Μπαμπά.
-Και μετά και μετά; Ρώτησε με αγωνία το κοριτσάκι αλλά η όμορφη γυναίκα απλά της χαμογέλασε. Μετά σηκώθηκαν από τις πέτρες τους οι δυο άντρες που φορούσαν κάτι περίεργα γυαλιά κι όλη την ώρα γελούσαν.
-Σειρά μας να σου δείξουμε την ιστορία μας, της είπαν και την άρπαξαν στην αγκαλιά τους. Μπροστά τους εμφανίστηκε ένα μονοπάτι, στο οποίο προχωρούσε ένα κοριτσάκι με μια κόκκινη κάπα. Τραγουδούσε και μάζευε λουλούδια, ενώ πιο πίσω ήταν ένας μεγάλος λύκος. Τηνακολουθούσε αργά και προσεκτικά. Η μικρή μας φίλη έκανε να φωνάξει για να την ειδοποιήσει αλλά οι δυο άντρες δεν την άφησαν. Αμέσως έφυγαν από εκεί και βρέθηκαν πάλι στο ρυάκι.
-Και μετα και μετά; Ρώτησε με αγωνία το κοριτσάκι, αλλά αυτοί έκανα απλά μια υπόκλιση και της χαμογέλασαν.
– Γιατί δεν μου δείχνετε τι γίνεται στο τέλος της κάθε ιστορίας; Ρώτησε.
Κανένας τους δεν απάντησε. Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της είχαν όλοι εξαφανιστεί.
Γύρισε στο ποντικάκι περιμένοντας μια απάντηση από αυτό.
-Το τέλος είναι διαφορετικό για τον καθένα. Το κάθε παραμύθι μιλάει διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, της είπε κι εξαφανίστηκε κι αυτό.
Η μικτή μας φίλη γύρισε στο κρεβάτι της, ξέροντας βαθιά μέσα της πως τα παραμύθια τελικά υπάρχουν. Από εκέινη την μέρα ξεκίνησε να ακούσει παραμύθια και να μαθαίνει όσα περισσότερα μπορούσε κι όταν μεγάλωσε έγινε η καλύτερη παραμυθάς του κόσμου. Όλοι μαζεύονταν γύρω της να ακούσουν ένα παραμύθι. Κι αν μου είπαν ψέματα, ψέματα κι εγώ σας λέω.